- σύρεν
- σύ̱ρε̄ν , σύρωdrawpres inf act (epic doric)σύρωdrawaor ind pass 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρέν — σύρω draw aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σισλέ, Αλφρέ — (Sisley). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1839 Μορέ συρ Λουάν 1899). Από αγγλική οικογένεια, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την τοπιογραφία του Τέρνερ και του Κόνσταμπλ. Γυρίζοντας στο Παρίσι, συνδέθηκε φιλικά… … Dictionary of Greek